σκῦλ'

σκῦλ'
σκῦλαι , σκύλλω
torn
aor imperat mid 2nd sg
σκῦλαι , σκύλλω
torn
aor inf act
σκῦλα , σκύλλω
torn
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
σκῦλε , σκύλλω
torn
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
σκῦλα , σκῦλον
arms stripped off a slain enemy
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… …   Dictionary of Greek

  • σκύλιο — το / σκύλιον, ΝΑ είδος σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ τού σκύλ αξ* «μικρός σκύλος» + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • Carian language — Infobox Language name=Carian region=Ancient southwestern Anatolia extinct=Early CE iso2=ine iso3=xcr familycolor=Indo European fam1=Anatolian fam2=Luwian subgroup script=Carian scriptThe Carian language was the language of the Carians. It was an… …   Wikipedia

  • Карийский язык — Регионы: Кария Вымер: начало н.э …   Википедия

  • Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …   Dictionary of Greek

  • Στόαξ — και Στώαξ, ακος, ὁ, Α ένας από τους Στωικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοά + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • θύνναξ — θύνναξ, ακος, ὁ (Α) μικρός θύννος, μικρός τόν(ν)ος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα σκύλ αξ, δέλφ αξ] …   Dictionary of Greek

  • καροτσάκι — το 1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ ι (όταν η υποκορ. σημ. τού τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. άκι (πρβλ. παιδ άκι, σκυλ άκι)] …   Dictionary of Greek

  • καρότσι — το 1. χειροκίνητο μικρό αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ α + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. παιδ ί(ον), σκυλ ί(ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”